Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Από την κα Δέσποινα Ποικιλίδου

                                                Κατερίνη                                                                             

                Κατερίνη, η ευλογημένη της Αγίας, «η γη Χαναάν»  της Μακεδονίας.   Τόπος εύφορος και καρπερός.  «Χώμα πιάνεις και χρυσάφι γίνεται».
                Αυτή η μικρή πόλη με τον περιορισμένο αριθμό των ντόπιων  κατοίκων, άνοιξε διάπλατα τη φιλόξενη αγκαλιά της και δέχθηκε τους Πόντιους, τους Θράκες και τους Μικρασιάτες  πρόσφυγες που καταδιωγμένοι από τις εστίες τους, βρήκαν πρόσφορο έδαφος, ρίζωσαν εδώ και άρχισαν να κάνουν όνειρα για μια καλύτερη ζωή.
Τα όνειρα αυτά δεν τα έκαναν «καθισμένοι κάτω από μια ανθισμένη κολοκυθιά», αλλά άρπαξαν στα χέρια τους τα άροτρα και άρχισαν να οργώνουν τις σάρκες αυτής της γλυκιάς μάνας γης, να τη σκαλίζουν, να σπέρνουν σπόρους και να φυτεύουν κάθε είδους δέντρα και φυτά, να την ποτίζουν με τον ιδρώτα τους και να της τραγουδούν τραγούδια από τις χαμένες πατρίδες.

                Τότε, αυτή για να τους ανταμείψει , γέμιζε τα κοφίνια τους με σύκα, με σταφύλια γέμιζε και τις κούπες τους με κρασί γλυκό και μπρούσκο.  Το καρβέλι το ψωμί δεν έλειπε από κανένα τραπέζι.                                                                                                                              Όλοι εκείνοι οι πρόσφυγες παππούδες μας ευγνωμονούσαν τον Θεό που τους έσωσε από τη γενοκτονία, …….  την εθνοκάθαρση και τη φτώχεια και τους έφερε σ΄αυτήν εδώ  τη  «Γη της Επαγγελίας».
                Οι δρόμοι λασπωμένοι όταν έβρεχε και  αργότερα τους χαλικόστρωσαν.   Στα πόδια μας φορούσαμε γαλότσες.   Τώρα πλέον δεν υπάρχει  δρόμος  της πόλης που να μην είναι ασφαλτοστρωμένος.                                                                                                                           
Τα σπαρμένα σιτάρια τα θέριζαν με τα δρεπάνια και τις θημωνιές τις αλώνιζαν με αλωνιστικές μηχανές.   Μια τέτοια είχε και ο πατέρας μου……...   Αργότερα ήρθαν  οι κομπίνες.   Τα άροτρα τα διαδέχθηκαν τα τρακτέρ.    Οι καλλιέργειες άρχισαν να εναλλάσσονται και να εκσυγχρονίζονται.   Τα κάρα τα αντικατέστησαν τα αγροτικά και πολύ αργότερα οι λιμουζίνες.                                                                                                                                       
Τα σπίτια τότε ήταν χαμηλά, ζούσαν εκεί φτωχά μα ευτυχισμένα.   Οικογένειες ολόκληρες, πολύτεκνες, με τους υπερήλικες γονείς και την ευθύνη των  παππούδων.       Το κέντρο της πόλης ήταν περιορισμένο.  Η Πλατεία Ελευθερίας το πιο κεντρικό σημείο, ο Πλάτανος (στο Συντριβάνι) με τα αγοραία, κάποια εμπορικά και καφενεία.  Το Δημοτικό Πάρκο, στολίδι πραγματικό που το επισκέπτονται και σήμερα ντόπιοι και επισκέπτες.    Η οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πιο μεγάλη, όπου γίνονταν και το νυφοπάζαρο με τις ατελείωτες βόλτες των νέων.   Κέντρα αναφοράς της πόλης μας ,επίσης, ο ηλεκτρικός σταθμός Βέρνερ, ο Τεκές (το Αλβανικό Τζαμί) καθώς και ο Σιδηροδρομικός Σταθμός. Περιορισμένοι  οι παράδρομοι, με στοιχειώδη εμπορική κίνηση.
                Πέντε-έξι τα δημοτικά σχολεία και ένα εξατάξιο γυμνάσιο. Πρώτο (1ο)  Δημοτικό η σημερινή Αστική Σχολή.  Εγώ πήγα στο Πέμπτο (5ο)  στα Ευαγγελικά, όπου έφαγα σταφιδόψωμο με γάλα στα σχολικά συσσίτια. 
                Πέρασαν τα χρόνια.  Τα σπίτια ψήλωσαν σαν τα μικρά παιδιά που έγιναν λυγερόκορμα και πήραν στα χέρια τη σκυτάλη.      Τα μαγαζιά ξανακτίστηκαν πιο ευρύχωρα και οι βιτρίνες αυτής της μικρής αγαπημένης πόλης είναι γεμάτες από ελκυστικά προϊόντα.   Με τον καιρό η Κατερίνη έχει εξελιχθεί από «μικρή επαρχία σε πολύτροπη πόλη».
                Με το πέρασμα του χρόνου τα πάντα έχουν αλλάξει, μόνο τα δύο φυσικά μουσεία παραμένουν αναλλοίωτα :  Η θάλασσα που τις Κυριακές πηγαίναμε εκεί με το κάρο και ο Όλυμπος,  το Θεϊκό βουνό, που ανταμείβουν τον κάθε επισκέπτη που έρχεται με ….. «το τραίνο των οκτώ, ταξίδι για την Κατερίνη»
                Πόλη γλυκιά και αγαπημένη, όλα εμείς τα παιδιά σου, σου χρωστάμε τα πάντα.  Εδώ πρωτοανοίξαμε τα μάτια, εδώ είδαμε το φως του ήλιου, εδώ κάναμε τα πρώτα βήματα, εδώ παίξαμε, εδώ τρέξαμε …….
                Γι΄αυτό κι εγώ ψάχνω νότες όμορφες να σου τραγουδήσω, ψάχνω πινέλα μεταξωτά να σε ζωγραφίσω !
                Σ΄ευχαριστώ όμορφη και γαλάζια πατρίδα, που, σαν αυτή που μου΄λαχε,  δεν είδα……..    Σ΄ευχαριστώ !   Σ΄ευχαριστώ πολύ !!!
                                                                                                   18-11-2015


Σύντομο  βιογραφικό
Η κυρία Δέσποινα Ποικιλίδου γεννήθηκε στην Κατερίνη, είναι χήρα του Χαράλαμπου Ποικιλίδη δικηγόρου και μητέρα  του Γιάννη, του  Πάρη  και του Νίκου
Ζωγράφος κατά κύριο λόγο, ξεκίνησε το 1984 την καλλιτεχνική της πορεία κάνοντας τη ζωγραφική τρόπο ζωής.  Έχοντας μαθητεύσει για 5 χρόνια κοντά σε διακεκριμένους  ζωγράφους, αξιοποίησε την τέχνη της αναπαράστασης σε όλο της το εύρος (λάδια, πλαστικά, ακουαρέλες, κάρβουνο και παστέλ).                                  
 Παλιό μέλος της Ένωσης  Εικαστικών Πιερίας και πρόεδρός της από το 1985 για τέσσερις θητείες, έχει συμμετάσχει σε 45 ομαδικές και 8 ατομικές εκθέσεις.  Η τελευταία της ατομική αναδρομική έκθεση, στην αίθουσα τέχνης ΜΑΤΙ, τα εγκαίνια της οποίας πραγματοποιήθηκαν  στις 27 Μαΐου 2015, θεωρήθηκε η πιο σημαντική και ολοκληρωμένη.
Ποιήτρια επίσης και συγγραφέας χρονογραφημάτων, δημοσιεύει τακτικά στις τοπικές  εφημερίδες της Πιερίας και είναι πάντα επίκαιρη.   Έχει κερδίσει το 1ο βραβείο  σε διαγωνισμό ποίησης του Δήμου Κατερίνης, με το έργο  της  «Ψηλά στον Όλυμπο»,  το 1987.     Το συγκεκριμένο έχει περιληφθεί μαζί με τέσσερα ακόμη ποιήματά της  σε μία έκδοση Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών Β. Ελλάδας. 
Ζει και εργάζεται στην Κατερίνη και είναι από τα ιδρυτικά μέλη της Ένωσης Συγγραφέων Πιερίας.